Κορδέλα απο μετάξι
Το "κορδέλα από μετάξι" αποτελεί ένα θεατρικό μονόπρακτο που το έγραψε ο γιός μου Χρήστος και συμμετείχε στο 4ο Πανελλήνιο Μαθητικό Διαγωνισμό Συγγραφής Θεατρικού μονόπρακτου για μαθητές Γυμνασίου και Λυκείου.
Τα πρόσωπα του έργου
Ερασμία, η μητέρα της Κλειώς
Κλειώ, η κόρη της Ερασμίας
Παναγιώτης, ο γιός της Θεανώς
Θεανώ, η μητέρα του Παναγιώτη
Πάτερ Ευάγγελος
Το έργο εκτυλίσσεται στο εσωτερικό και στο εξωτερικό χώρο του σπιτιού της Ερασμίας όπου μένει μαζί με την κόρη της την Κλειώ, στο χρονικό πλαίσιο του έργου βρισκόμαστε λίγες ώρες πριν την Εξέγερση του Πολυτεχνείου, πιο συγκεκριμένα το έργο διαδραματίζεται από το πρωί της 16ης Νοεμβρίου του 1973 έως τις πρώτες πρωινές ώρες της 17ης Νοεμβρίου του 1973 δηλαδή μετά την Εξέγερση του Πολυτεχνείου, το βασικό θέμα του έργου είναι ο έρωτας της Κλειούς για τον νεαρό φοιτητή τον Παναγιώτη, το κουβάρι του παρελθόντος των πρωταγωνιστών ξετυλίγετε και τα μυστικά τους αποκαλύπτονται μέσα στη ροή του έργου,μια κορδέλα από μετάξι αποτελεί ένα σύμβολο αγάπης
Α σκηνή (16η Νοεμβρίου 1973 9:00πμ έως 13:00μμ)
Κλειώ: Καλημέρα μαμά
Ερασμία: Καλημέρα κορούλα μου, κάτσε, έχω φτιάξει καφέ μαζί με λίγα κουλουράκια
Κλειώ: Δεν πεινάω, το στομάχι μου είναι κόμπος, δεν νιώθω και πολύ καλά σήμερα
Ερασμία: Τι έχεις κορίτσι μου, μήπως σε ματιάσανε;
Κλειώ: Δεν νομίζω, απλά σκέφτομαι τον μπαμπά, που μεθαύριο κλείνουν 40 ημέρες που έχει φύγει, ακόμα δεν μπορώ να το πιστέψω από την μία μέρα στη άλλη, έφυγε για το μεγάλο ταξίδι
Ερασμιά: Τον πρόδωσε η καρδιά του, αγάπη μου, σε αυτή την ζωή συμβαίνουν και ευχάριστα και δυσάρεστα πράγματα
Κλειώ: Έχεις δίκιο μαμά, απλά μου λείπει, κάθε μέρα κλαίω επάνω στο μαξιλάρι του
Ερασμία: Φυσιολογικό είναι να σου λείπει αλλά αγάπη μου, πρέπει να προχωρήσουμε μπροστά, σε θυμάμαι να είσαι ένα όμορφο μπουμπούκι, το χαμόγελο σου έλαμπε από ευτυχία και όταν γύρναγες από τον κινηματογράφο παρέα με τις φίλες σου, ήσουν η χαρά της ζωής
Κλειώ: Πάω έξω να πάρω λίγο καθαρό αέρα, θα μου κάνει καλό
Ερασμιά: Την ευχή μου να έχεις κορίτσι μου, μέχρι να κλείσω τα μάτια μου, θέλω να σε δω με ένα καλό παιδί και να φτιάξεις την δική σου οικογένεια
Κλειώ :(ψιθυρίζει) Βουλωμένο γράμμα διαβάζεις
Ερασμία: Τι είπες κόρη μου;, δεν σε άκουσα
Κλειώ: Ότι θα ζήσεις μέχρι τα 100
Ερασμία: Ελπίζω κόρη μου, ο Θεός χρόνια να μας δίνει
Κλειώ: Άκουσες κάτι;
Ερασμία: Ναι, κάποιος χτυπάει την πόρτα
Κλειώ: Ποίος είναι;
Πάτερ Ευάγγελος: Εγώ είμαι, ο Πάτερ Ευάγγελος
Κλειώ Δεν βλέπω να βγαίνω σήμερα έξω
Ερασμία: Αχ ναι, του είχα πει, να έρθει σήμερα για να συζητήσουμε για το μνημόσυνο του πατέρα σου
Κλειώ: Ναι βρε μαμά αλλά να ενημερώνεις και εμένα, μένω και εγώ σε αυτό το σπίτι!
Ερασμία: Καλά κόρη μου, μην θυμώνεις, άνοιξε την πόρτα, θα πουντιάσει ο Πάτερ Ευάγγελος, τόση ώρα έξω
Κλειώ: Εντάξει, τι κάνετε Πάτερ Ευάγγελε;
Πάτερ Ευάγγελος: (ψιθυρίζει) Καλά κορίτσι μου,δεν πιστεύω να έχει μάθει η μητέρα σου το μυστικό μας
Κλειώ: (ψιθυρίζει) Όχι δεν έχει μάθει κάτι, πάω να τον συναντήσω, να του πω να έρθει μαζί με τη μητέρα του το απόγευμα για να γνωρίσει τη μητέρα μου
Πάτερ Ευάγγελος:(ψιθυρίζει)Εντάξει κορίτσι μου, πήγαινε να τον βρείς
Ερασμία: Μα τι ψιθυρίζετε τόση ώρα, θα μου πείτε;
Πάτερ Ευάγγελος: Τίποτα Ερασμία, κάτι για την εκκλησία λέγαμε
Κλειώ: Εγώ φεύγω τώρα
Πάτερ Ευάγγελος και Ερασμία: Να πας στο καλό κορίτσι μου
Ερασμία: Πάτερ, να σας φτιάξω ένα καφέ;
Πάτερ Ευάγγελος: Αν έχετε την καλοσύνη φυσικά, Αχ βρε Ερασμία, πότε περάσαν σχεδόν 40 ημέρες που έχασες τον άνδρα σου, σαν χτες θυμάμαι την κηδεία του
Ερασμία:Περνάει ο καιρός πάτερ μου, σαν νερό φεύγει ο χρόνος
Πάτερ Ευάγγελος: Σιγά-Σιγά πρέπει να παντρευτεί και η Κλειώ
Ερασμία: Μικρή είναι ακόμα, να τελειώσει το Πανεπιστήμιο και μετά να κάνει ότι θέλει
Πάτερ Ευάγγελος: Ναι αλλά εσείς στη ηλικία της, παντρευτήκατε
Ερασμία: Άλλο εγώ, ερωτεύτηκα και παντρεύτηκα, ήταν τυχερό προξενιό πάντως που έκαναν οι γονείς μου αλλά δεν καταλαβαίνω, για το μνημόσυνο θα μιλήσουμε ή για τη Κλειώ;
Πάτερ Ευάγγελος: Για το μνημόσυνο φυσικά, τι λέτε για μεθαύριο στις 10:30;
Ερασμία:Πιστεύω ότι είναι μια χαρά και ημέρα και η ώρα
Πάτερ Ευάγγελος:Ωραία λοιπόν, εγώ να πηγαίνω τώρα
Ερασμία: Στο καλό να πάτε Πάτερ Ευάγγελε, ο θεός να σας έχει καλά
Κλειώ: Πάλι πάνω σας έπεσα πάτερ μου, δεν θα είναι για καλό
Πάτερ Ευάγγελος:Αχ κορίτσι μου με τα χωρατά σου, με έκανες και γέλασα!
Κλειώ: Στο καλό να πάτε
Πάτερ Ευάγγελος (ψιθυρίζει):Τι έγινε στη συνάντηση όλα καλά;
Κλειώ (ψιθυρίζει): Όλα καλά
Πάτερ Ευάγγελος (ψιθυρίζει):Μπράβο κορίτσι μου, να πηγαίνω τώρα, θα περιμένει και η παπαδιά
Ερασμία: Τι ψιθυρίζατε πάλι;
Κλειώ: Τον αποχαιρετούσα τον άνθρωπο, πολύ καχύποπτη έχεις γίνει τελευταία
Ερασμία: Εντάξει κόρη μου, να με συμπαθάς
Κλειώ: Τι θα φάμε;
Ερασμία: Δόξα το Θεό!, επιτέλους θα φας κάτι
Κλειώ: Πεινάω σαν λύκος , τι θα φάμε τελικά;
Ερασμία: Θα φτιάξω γιουβαρλάκια, Αμάν τι ώρα είναι;
Κλειώ: 13:00 ακριβώς
Ερασμία: Πω πω τρέχω να τα φτιάξω
Κλειώ: Πάω να ξαπλώσω στη κάμαρη μου, όταν τελειώσεις το μαγείρεμα, φώναξε με, θέλω να μιλήσουμε
Ερασμία: Εντάξει κόρη μου
Β σκηνή( 16η Νοεμβρίου 1973 14:15μμ-15:15μμ)
Ερασμία: Κλειώ μου, έτοιμο το φαγητό, το έχω αφήσει στο τραπέζι
Κλειώ: Εντάξει μαμά, έρχομαι
Ερασμία: Λοιπόν, τι ήθελες να μου πείς;
Κλειώ: Κοίτα, σήμερα συνέβη κάτι που μου άλλαξε τη ζωή
Ερασμία: Το βλέπω, πετάς από τη χαρά σου, τι συνέβη;
Κλειώ: Ο έρωτας χτύπησε την πόρτα μου
Ερασμία: Τι πράγμα;
Κλειώ: Σήμερα, ερωτεύτηκα ένα όμορφο παλικάρι, το οποίο με αγαπά και αποφασίσαμε να παντρευτούμε
Ερασμία (ψιθυρίζει): Αχ, πάτερ Ευάγγελε φωτιές που μας άναψες
Κλειώ: Τι είπες;, ανήσυχη σε βλέπω, δεν χάρηκες με τη ευτυχία μου;
Ερασμία: Πως, κόρη μου, δεν ξέρεις τη χαρά μου έδωσες, απλά μου ήρθε λίγο ξαφνικό
Κλειώ: Δεν θα πεις κάτι άλλο;
Ερασμία: Θα πω, θεωρώ ότι είναι νωρίς για να παντρευτείτε, ακόμα καλά- καλά δεν γνωρίζεστε, από που κρατάει η σκούφια του;
Κλειώ: Εδώ στη Αθήνα μένει, δίπλα στο Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο
Ερασμία: Γνωρίζεις πιστεύω τι συμβαίνει τις τελευταίες ημέρες στο Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο με τις καταλήψεις των φοιτητών;
Κλειώ: Ναι το γνωρίζω και ο Παναγιώτης συμμετέχει στις καταλήψεις, διότι είναι φοιτητής στη σχολή Ηλεκτρολόγων Μηχανικών και βοηθάει στη λειτουργία του ραδιοφωνικού σταθμού ενάντια στη Δικτατορία και για να ανοίξει ο δρόμος για τη Δημοκρατία, Αχ είμαι πολύ περήφανη για αυτόν!
Ερασμία: Α μάλιστα, να του πεις να προσέχει, επειδή ανησυχώ πολύ για όλα αυτά τα γεγονότα
Κλειώ: Και εγώ ανησυχώ, θα μας πει και αυτός λεπτομέρειες σήμερα το απόγευμα που θα έρθει μαζί με τη μητέρα του
Ερασμία: Τι πράγμα;, ένα-ένα μου τα λες
Κλειώ: Αυτό ήθελα να σου πω αλλά με τη συζήτηση ξεχάστηκα
Ερασμία: Τι ώρα θα έρθουν;
Κλείω: Στις 18:00
Ερασμία: Τι ώρα είναι τώρα;
Κλείω: Είναι 15:15 ακριβώς
Ερασμία: Πω πω πέρασε η ώρα, πρέπει να αλλάξω τραπεζομάντιλο, να βγάλω τα καλά πιάτα, τα καλά ποτήρια, τα μαχαίρια , τα πιρούνια, τα κουτάλια που μου είχε φέρει η ξαδέλφη μου η Δόμνα, να πάω στο φούρνο για να πάρω ψωμί, διότι μας τελείωσε,έχω δουλείες για φούντες σήμερα!
Κλειώ: Τι θα μαγειρέψεις;
Ερασμία: Ψαρόσουπα
Κλειώ: Μου τρέχουν ήδη τα σάλια, Λατρεύω την ψαρόσουπα!
Ερασμία: Από πότε;, εσύ την σιχαίνεσαι, ούτε να την βλέπεις δεν θέλεις
Κλειώ: Αλλάζουν τα γούστα των ανθρώπων
Ερασμία: Καλά, καλά να μην χάνω χρόνο, έχω να κάνω προετοιμασίες για το τραπέζι
Γ σκηνή ( 16η Νοεμβρίου 1973 18:00μμ-21:00μμ)
Ερασμία: Κλειώ, κάποιος χτυπάει το κουδούνι, κοίτα από το ματάκι της πόρτας, γιατί εγώ δεν μπορώ, φρεσκάρομαι στο μπάνιο
Κλειώ: Εντάξει μαμά
Ερασμία: Ποίος είναι τελικά;
Κλειώ: Ήρθε ο Παναγιώτης μαζί με τη μητέρα του
Ερασμία: Άνοιξε αμέσως, να μην στέκονται οι άνθρωποι τόση ώρα στη πόρτα
Κλειώ: Γεια σου Παναγιώτη
Παναγιώτης: Γεια σου Κλείω
Κλειώ: Τι κάνεις;, η μητέρα σου που είναι;
Παναγιώτης: Προσπαθώ να είμαι καλά, η μητέρα μου πήγε στο αυτοκίνητο για να πάρει την τσάντα της
Κλεώ: Κάτσε στη καρέκλα, μην στέκεσαι όρθιος
Θεανώ: Ήρθα και εγώ, δεν άργησα και πολύ
Κλειώ: Όχι, ήρθατε πολύ γρήγορα
Θεανώ: Θα κλείσεις την πόρτα κοπέλα μου;, μπαίνει κρύος αέρας και θα κρυώσουμε
Κλειώ: Ναι έχετε δίκιο, με συγχωρήτε
Θεανώ: Κάτι μου θυμίζεις, έχουμε ξανασυναντηθεί παλαιότερα;
Κλειώ:Δεν νομίζω, θα με μπερδεύεται με κάποια άλλη
Θεανώ: Θα σπάσω το κεφάλι για να θυμηθώ, η Θεανώ δεν ξέχνα ποτέ φυσιογνωμίες αλλά και το σπίτι κάτι μου θυμίζει
Κλειώ: Τι σας θυμίζει;
Θεανώ: Αυτό το παλιακό χρώμα, μόνο μια φόρα το έχω δεί, στο σπίτι της…
Ερασμία: Ήρθα και εγώ, καλώς ήρθατε στο σπίτι μας, η κύρια που κάθεται απέναντι μου πλάτη, είναι η μητέρα σου;, πώς σε είπαμε ότι σε λένε παλικάρι μου;
Παναγιώτη: Παναγιώτη με λένε
Θεανώ: Μα φυσικά, αυτό το παλιακό χρώμα, το έχω δει μόνο στο σπίτι της Ερασμίας Μπουκουβάλα
Ερασμία: Δεν το πιστεύω, πώς τόλμησες και ήρθες στο σπίτι μου, Θεανώ Παπαγιάννη
Παναγιώτης: Δεν ξέρω αν το προσέξατε αλλά σήμερα είμαστε μία ωραία ατμοσφαίρα
Κλειώ: Χάχα με τα χωρατά σου, Παναγιώτη μου
Θεανώ: Δεν είμαστε για γέλια αλλά για κλάματα, πώς τόλμησε Ερασμία, η κόρη σου να τυλίξει τον γιό μου, γιατί σίγουρα αυτή τον τύλιξε, ο γιος μου είναι ένα αθώο αγγελούδι που έπεσε θύμα της
Ερασμία: Πώς τολμάς να μιλάς έτσι για τη κόρη μου, φύγε από το σπίτι μου, φίδι κολοβό, που δηλητηρίασες πρώτα τη ζωή του άνδρα σου και τώρα προσπαθείς να δηλητηρίασεις και τη ζωή του γιου σου
Θεανώ: Πώς τόλμησες να μιλάς έτσι σε μια αξιότιμη κυρία Θεανώ Παπαγιάννη του Σταύρου και της Μαρίας και μην ξαναπιάσεις στο στόμα σου τον μακαρίτη τον άνδρα μου
Ερασμία: Με απειλείς;,όταν σε πιάσω από το μαλλί, τότε θα καταλάβεις τι σημαίνει Ερασμία Μπουκουβάλα του Δημήτρη και της Αναστασίας
Παναγιώτης: Σταματήστε πια, αντί να συμφλιωθήτε, ασκείτε βία , ντροπή σας!
Θεανώ: Πάμε στο σπίτι μας, Παναγιώτη μου, αρκετά ανεχτήκαμε τη λαϊκή τάξη της κοινωνίας
Παναγιώτης: Δεν έχω να πάω πουθενά , εγώ θα μείνω εδώ όπου βρίσκεται η αγάπη μου
Θεανώ: Δεν το περίμενα αυτό από εσένα, πως μπόρεσες να πικράνεις τη μανούλα σου, άφησα τη καριέρα μου για να αφοσιωθώ σε σένα, τελικά είχαν δίκιο αυτοί που λένε “Κάνε παιδιά να δεις καλό”,φεύγω όμως με ψηλά το κεφάλι, θα φύγω με το αυτοκίνητο , για να μάθεις, θα έρθεις με τα πόδια, όσο λες ότι δεν θα έρθεις, θα έρθεις, γιατί δεν μπορείς χωρίς το ζεστό σπιτάκι μας, άνοιξε τη πόρτα πως σε είπαμε;
Κλειώ: Κλειώ με λένε
[Η Κλειώ ανοίγει τη πόρτα και η Θεανώ φεύγει] ΣΠ
Παναγιώτης: Να με συγχωρείτε κυρία Εράσμια για τη συμπεριφορά της μητέρας μου αλλά και η δικιά σας γλώσσα βλέπω πάει “ροδάνι”
Ερασμία: Έχεις δίκιο αγόρι μου, πήγαινε τώρα
Κλειώ: Δεν έχει να πάει πουθενά, τι εννοούσες όταν έλεγες ότι η Θεανώ δηλητηρίασε τη ζωή του συζύγου της;
Ερασμία: Θα σας εξηγήσω, λοιπόν με τη Θεανώ είχαμε να συναντηθούμε από την 1η Σεπτεμβρίου 1972, όπου ήταν η ονομαστική γιορτή μας, διότι γιορτάζουμε την ίδια ημέρα, οι σύζυγοι μας ήταν χρόνια φίλοι και πολλές φορές βγαίναμε και τα δύο ζευγάρια μαζί για φαγητό αλλά η Θεανώ δεν με χώνευε εμένα ποτέ και έτσι αποφάσισε να διαλύσει την φίλια του άνδρα της με τον άνδρα μου, επειδή ο άνδρας μου ήταν άλλης κοινωνικής τάξης και δημιουργούσε συνέχεια κόντρες για να μαλώσουν, φυσικά δεν τα κατάφερε αλλά την τελευταία φορά που συναντηθήκαμε η Θεανώ με μείωνε συνέχεια μπροστά στις καλεσμένους με έλεγε “το φτωχαδάκι της Αθήνας”, “ η παλιατζούρα”, η “παλαιοχωριατοπούλα” και κάτι παρόμοια , πικράθηκα πολύ εκείνη την μέρα, εγώ δεν άντεξα άλλο και της έριξα τη κανάτα με το νερό στο κεφάλι, το ήθελε ο οργανισμός της μετά οι σύζυγοι μας είχαν έναν άγριο καβγά και οι δύο πικραθήκανε αλλά η Θεανώ απαγόρευσε να ξαναδεί ο άνδρας της τον άνδρα μου και να μην μιλάνε ούτε στο τηλέφωνο, ο πατέρας σου Παναγιώτη μου μαράζωσε και αρρώστησε βαριά ώσπου πέθανε στο νοσοκομείο στις 17 Νοεμβρίου του 1972,ούτε στη κηδεία του φίλου δεν τον άφησε να πάει η “ξινή”,αύριο κλείνει ένας χρόνος χωρίς αυτόν, μετά σχεδόν έναν χρόνο έφυγε και ο άνδρας μου για να συναντηθούν στο παράδεισο
Παναγιώτης: Έχω μείνει άφωνος, δεν έχω λόγια
Κλείω: Επειδή δεν νιώθω καλά, να με επιτρέψετε να πάω στο κρεβάτι μου
Παναγιώτης: Όχι, Κλειώ μου, πάμε λίγο στο κήπο , θέλω να σου πω κάτι
Κλειώ: Εντάξει Παναγιώτη
[ Η Κλειώ και ο Παναγιώτης πάνε στο κήπο] ΣΠ
Κλειώ: Τι ήθελες να μου πεις;
Παναγιώτης: Έχω ένα κακό προαίσθημα, ότι κάτι θα γίνει στο Πολυτεχνείο απόψε το βραδύ, πρέπει να πάω για να νικήσουμε την Χούντα
Κλείω: Με φοβίζεις , τι κακό προαίσθημα εννοείς;
Παναγιώτη: Δεν έχω κάποια πληροφορία να σου πω , μόνο να προσέχεις τον εαυτό σου και τον καρπό του έρωτά μας
[Ο Παναγιώτης αγγίζει την κοιλία της Κλειώς] ΣΠ
Παναγιώτης: Πάρε αυτή την κορδέλα είναι από μετάξι, την είχε φτιάξει η μακαρίτισσα η γιαγιά μου, μου είχε πει να τη δώσω στη κοπέλα που θα αγαπήσω
Κλειώ: Και εσύ πάρε αυτή την εικονίτσα της Παναγιάς να σε φυλάει, να προσέχεις, σε αγαπώ από τα βάθη της ψυχής μου
Παναγιώτης: Και εγώ σε αγαπώ
[Ο Παναγιώτης και η Κλειώ φιλιούνται] ΣΠ
Παναγιώτης:Αντίο
Κλειώ: Αντίο
[Η Κλειώ μπαίνει μέσα στο σπίτι]ΣΠ
Κλειώ: Πάω να ξαπλώσω
Ερασμία: Εντάξει κόρη μου
Δ σκηνή [17η Νοεμβρίου 1973 2:30πμ-3:30πμ]
Κλειώ: Δεν κοιμάσαι μαμά;
Ερασμία: Όχι, έχω υπερένταση με όλα αυτά που συνέβησαν σήμερα
Κλειώ: Και τι κάνεις εδώ στη κουζίνα;
Ερασμία: Πίνω λίγο ζεστό γάλα, μήπως καταφέρω να κλείσω τα μάτια μου, θέλεις και εσύ λίγο;
Κλειώ: Όχι δεν θέλω, το στομάχι μου είναι χάλια
Ερασμία: Τότε θέλεις να σου φτιάξω χαμομήλι που κάνει καλό στο στομάχι;
Κλειώ: Ναι
Ερασμία: Άκουσες κάτι;
Κλειώ: Ναι, ακούω ανθρώπους να φωνάζουν
Ερασμία: Τι να συμβαίνει;, άνοιξε το ραδιόφωνο
Κλειώ: Εντάξει
Πάτερ Ευάγγελος: Χριστιανοί, ανοίξτε την πόρτα!
Ερασμία: Ποίος είναι;
Πάτερ Ευάγγελος: Ο Πάτερ Ευάγγελος είμαι!
Ερασμία: Πάτερ Ευάγγελε, τι έγινε;
Πάτερ Ευάγγελος: Κάτι συμβαίνει στο Πολυτεχνείο, ένα τανκς προσπαθεί να σπάσει την κεντρική πύλη του
Ερασμία:Θεέ μου!, εκεί βρίσκεται και ο Παναγιώτης, Κλειώ μου άνοιξε το ραδιόφωνο
Κλειώ: Δεν μπορώ τρέμω, δεν νιώθω καλά,ζαλίζομαι
Ερασμία: Κλειώ μου;, Παναγία μου, λιποθύμησε,Πάτερ Ευάγγελε φέρε λίγο νερό, θα ανοίξω εγώ το ραδιόφωνο
[Η Ερασμία ανοίγει το ραδιόφωνο] ΣΠ
Ραδιόφωνο*: << Αδέλφια μας στρατιώτες, δεν θα σηκώσετε όπλο, δεν θα σηκώσετε και δεν θα πυροβολήσετε, δεν θα σκοτώσετε τα αδέλφια σας, αδέλφια μας στρατιώτες, αδέλφια μας στρατιώτες,πώς είναι δυνατόν;, πώς είναι δυνατόν;,να πυροβολήσετε τα αδέλφια σας,να χυθεί ελληνικό αίμα, όλοι πιστεύαμε στη λευτεριά και εγώ πάλι πρώτος αρχίζω τον εθνικό ύμνο, αυτό το σύμβολο της ελευθερίας: Σε γνωρίζω από την κόψη του σπαθιού την τρομερή, σε γνωρίζω από την όψη που με βία μετράει την γη, απ’ τα κοκολά βγαλμένη των Ελλήνων τα ιερά και σαν πρώτα ανδρειωμένη, χαίρε ω χαίρε ελευτεριά>>
[Το ποτήρι με το νερό που κρατούσε στα χέρια του ο Πάτερ Ευάγγελος πέφτει κάτω στο πάτωμα και το δάπεδο γεμίζει γυαλιά, η Ερασμιά αρχίζει να κλαίει και η Κλειώ αρχίζει να συνέρχεται] ΣΠ
Πάτερ Ευάγγελος: Παναγία μου, πρέπει να πάω στη κυρία Θεανώ να ενημερωθώ αν ο γιος της ο Παναγιώτης είναι καλά
Ερασμία: Πήγαινε πάτερ μου, ο θεός να βάλει το χέρι του, να είναι καλά το παλικάρι
Πάτερ Ευάγγελος: Στη Κλειώ όταν συνέλθει , πως θα το πεις;
Κλείω: Με τρόπο θα της το πω
[Η Ερασμία ανοίγει την πόρτα και ο Πάτερ Ευάγγελος φεύγει]
Κλειώ: Τι έγινε μαμά, γιατί το δάπεδο έχει γεμίσει γυαλιά;
Ερασμία: Να κοίτα…
Κλείω: Μίλα μαμά, τι συνέβη στο Πολυτεχνείο;
[ Η Ερασμία δεν μιλά, σιωπή υπάρχει στο σπίτι] ΣΠ
Κλείω: Γιατί δεν μιλάς;, μίλα!, πες τι έγινε!, σε ικετεύω, πέφτω στα πόδια σου, δεν φοβάμαι τον πόνο των γυαλιών που θα κόψουν το δέρμα μου και θα γεμίσω αίμα, μόνο πες μου αν ο Παναγιώτης μου είναι ζωντανός!
Ερασμία: Μπήκε το τανκς στο πολυτεχνείο, δεν γνωρίζω αν ο Παναγιώτης είναι ζωντανός, πήγε στο σπίτι της Θεανώς ο πάτερ Ευάγγελος για να μάθει
[ Η Κλειώ αρχίζει και προσεύχεται] ΣΠ
Κλειώ: Παναγιά μου μεγαλόχαρη, κάνε το θαύμα σου, να ακούσω καλά μαντάτα
Ερασμία: Μακάρι κόρη μου, πάω να φέρω την σκούπα και το φαράσι να καθαρίσω τα γυαλιά
[ Η Εράσμια καθαρίζει τα γυαλιά με την σκούπα και το φαράσι] ΣΠ
[Η Κλειώ αρχίζει να κλαίει στη πολυθρόνα] ΣΠ
Εράσμια: Σώπα κόρη μου, όλα καλά θα πάνε, μην βλέπω τα ματάκια σου να κοκινίζουν και το πρόσωπο σου να γεμίζει δάκρυα, πρέπει να μείνεις δυνατή
Κλειώ: Άφησε την πόρτα λίγο ανοιχτή για να δούμε πότε θα έρθει ο Πάτερ Ευάγγελος
Εράσμια: Εντάξει κόρη μου
Ε σκηνή[17η Νοεμβρίου 1973 4:30πμ-6:00 πμ]
Πάτερ Ευάγγελε: Ερασμία, η Κλειώ κοιμάται;
Εράσμια: Την έβαλα να ξαπλώσει, είναι χάλια το κορίτσι μου, συνέχεια κλαίει, πήγες στο σπίτι της Θεανώς;
Πάτερ Ευάγγελε: Πήγα, ήρθε και ένας συμφοιτητής του Παναγιώτη, όποιος σώθηκε αλλά είναι τραυματισμένος και πήγε στο νοσοκομείο τώρα, μας είπε ότι είναι…
Κλειώ: Σας άκουσα Πάτερ Ευάγγελε, πείτε μου, τι σας είπε ο συμφοιτητής του Παναγιώτη μου
Πάτερ Ευάγγελος: Δυστυχώς κορίτσι μου, ο Παναγιώτης είναι νεκρός , ο θάνατος του ήταν ακαριαίος, πολέμησε για τη δημοκρατία, είμαστε περήφανοι για αυτόν
[Η Κλειώ ουρλιάζει]ΣΠ
Κλείω: Όχι δεν είναι αλήθεια, όχι δεν μπορεί να είναι αλήθεια, ένα όνειρο είναι που θα ξυπνήσω , ένας εφιάλτης είναι αυτό που ζω
Πάτερ Ευάγγελος: Ηρέμησε κόρη μου, μείνε δυνατή
[Η Κλειώ κλαίει στη αγκαλιά του Πάτερ Ευαγγέλου]
Εράσμια: Τι δράμα ζούμε!, η Θεανώ πως είναι;
Πάτερ Ευάγγελος:Σε χάλια κατάσταση είναι και εκείνη
Εράσμια: Πως να μην είναι, μέσα σε έναν χρόνο έχασε και άντρα και παιδί, φέρτην εδώ στο σπίτι μας , δεν πρέπει σε τέτοιες δύσκολες στιγμές να είναι μόνη
Πάτερ Ευάγγελος: Εντάξει Ερασμία
[ Ο Πάτερ Ευάγγελος φεύγει]ΣΠ
Κλειώ: Μου το είχε πει , ο γλυκός μου, ότι είχε κακό προαίσθημα και να ,βγήκε
Εράσμια: Δυστυχώς κόρη μου, συμβαίνουν πολλά δυσάρεστα σε αυτή την ζωή αλλά πάντα υπάρχει και κάτι ευχάριστο που θα μας μαλακώσει τον πόνο
Κλείω: Το μόνο ευχάριστο είναι αυτό που έχω μέσα μου
Ερασμία: Τι εννοείς;
Κλείω: Αυτό που κατάλαβες, είμαι έγκυος στο παιδί του
Εράσμια: Σε μία ημέρα έμεινες έγκυος;
Κλείω: Όχι, με τον Παναγιώτη είχαμε σχέση εδώ και δύο χρόνια, κρυφά από εσένα και από την Θεανώ, μόνο ο πατέρας του και ο μπαμπάς το ξέρανε, είχαμε γνωριστεί με τον Παναγιώτη σε ένα καφενείο μαζί με τους μπαμπάδες μας και ήταν έρωτας με τη πρώτη ματιά, μετά πηγαίναμε μαζί στο κινηματογράφο, στο θέατρο και στο πάρκο όπου φιλιόμασταν κάτω από τα αστέρια και πριν από λίγες ημέρες έμαθα ότι είμαι έγκυος και για αυτό θέλαμε να παντρευτούμε όσο γρήγορα γίνετε, σας είπαμε ψέματα ότι γνωριστήκαμε χτες και σου έλεγα ψέματα ότι πήγαινα βόλτες με τις φίλες μου, με αυτόν ήμουν μόνο
Εράσμια: Δεν ξέρεις κόρη μου, τι χαρά μου έδωσες, στη Θεανώ πως θα το πούμε;
Κλειώ: Δεν ξέρω , λέω να ρίξω το παιδί, δεν θέλω να μεγαλώσει χωρίς πατέρα
Εράσμια: Όχι κόρη μου, αμαρτία από τον Θεό, θα μεγαλώσουμε μαζί αυτό το παιδί , εσύ, εγώ και η Θεανώ
Θεανώ: Οϊμέ! , τι συμφορά που με βρήκε έχασα σύζυγο και παιδί σε ένα χρόνο, παιδί μου, δεν πρόλαβα να σου πω πόσο σε αγαπώ , πόσο πολύτιμος ήσουν για έμενα, δεν πρόλαβα να σου ζητήσω συγνώμη για το φαρμάκι που σου έριξα, ας με συγχωρέσει ο Θεός για όλα αυτά που έχω κάνει στη πολύχρονη ζωή μου, ένα ποτήρι νερό θα ήθελα, Ερασμία μου
Εράσμια: Αμέσως Θεανώ μου
Θεανώ: Την δροσιά του να έχεις, τι κακό που με βρήκε!
Εράσμια: Ηρέμησε Θεανώ μου και οι τρεις μας περάσαμε πολλά αλλά υπάρχει κάτι που μας ενώνει το εγγόνι μας
Θεανώ: Ορίστε;
Εράσμια: Όπως το ακούς, η Κλειώ και ο Παναγιώτης είχαν σχέση εδώ και δύο χρόνια, κρυφά από εμάς, μόνο οι σύζυγοί μας το ήξεραν
Θεανώ: Δεν έχω λόγια, δεν είχα καταλάβει τίποτα
Κλειώ: Δεν πειράζει κυρία Θεανώ , θα το μεγαλώσουμε και οι τρεις αυτό το παιδί
Θεανώ: Μην με λες κυρία, να με λες από εδώ και πέρα και έμενα μητέρα, έλα εδώ κόρη μου να σε αγκαλιάσω
Κλειώ: Εντάξει μητέρα
[ Η Θεανώ και η Κλειώ αγκαλιάζονται] ΣΠ
Πάτερ Ευάγγελος: Δεν ξέρετε τη χαρά μου δώσατε που συμφιλιωθήκατε, ήμουν και εγώ φυσικά στο κόλπο με τον “έρωτα από την πρώτη ματιά”
Κλειώ: Μα φυσικά, ο Πάτερ Ευάγγελος δεν θα ήταν στο κόλπο
Ερασμία: Έλα Θεανώ μου, να σου δείξω το κρεβάτι που θα κοιμάσαι
Θεανώ: Γιατί εδώ θα μένω;, να μην σας είμαι και βάρος
Εράσμια:Εδώ θα μένεις, γιατί και εσύ αποτελείς κομμάτι αυτής της οικογενείας
Θεανώ: Αχ, Ερασμία μου
Ερασμία: Αχ, Θεανώ μου
Κλειώ:Εγώ ,Πάτερ Ευάγγελε, πάω στο κήπο
Πάτερ Ευάγγελος: Εντάξει κορίτσι μου
[ Η Κλειώ πάει στο κήπο και μιλάει στα αστέρια]ΣΠ
Κλειώ: Αχ Παναγιώτη μου, ένα αστέρι στο ουρανό είσαι πια, θα θυμάμαι πάντα το χαμόγελο σου, μακάρι να έβλεπες τις μητέρες μας που συμφιλιωθήκανε και τώρα είναι αγαπημένες, το μόνο που έχω για να σε θυμάμαι είναι το παιδί μας και η κορδέλα από μετάξι που μου έδωσες που είναι μαλακιά σαν το δέρμα σου και το άρωμα σου είναι αποτυπωμένο πάνω της, θα σε αγαπώ αιωνίως
[ Η Κλείω ψιθυρίζει ένα τραγούδι] ΣΠ
Κλείω: “Έφυγες και πήγες μακριά, σύννεφα σκεπάσαν την καρδιά, σβήσαν απ' τα χείλη τα τραγούδια, γύρω μαραθήκαν τα λουλούδια, και τα δειλινά,μια φωνή μου ψιθυρίζει,μυστικά δε θα γυρίσεις πια”**
Αυλαία
*Εκφωνηθηκέ τα ξημερωματά της 17ης Νοεμβριού του 1973 απο τον Δημήτρη Παπαχρήστου απο τον ραδιοφωνικό σταθμό του Πολυτεχνείου
**Το τραγούδι “Τα δειλινά” συνθ.Γ.Ζαμπέτας,στιχ.Χ.Βασιλειάδης, έτος κυκλοφορίας 1965
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Μου αρέσει να διαβάζω τα σχόλια σας